- οινοπνευματίαση
- και οινοπνευμάτωση, ηη οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση από κατάχρηση οινοπνεύματος ή οινοπνευματωδών ποτών, αλλ. αλκοολισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < οινόπνευμα + -ίαση*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… … Dictionary of Greek